- φιλοπραγμοσύνῃ
- φιλοπραγμοσύνηbusy dispositionfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπραγμοσύνη — busy disposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπραγμοσύνη — ἡ, ΜΑ [φιλοπράγμων, ονος] το να είναι κανείς φιλοπράγμων· … Dictionary of Greek
φιλοπραγμοσύναι — φιλοπραγμοσύνη busy disposition fem nom/voc pl φιλοπραγμοσύνᾱͅ , φιλοπραγμοσύνη busy disposition fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπραγμοσύνην — φιλοπραγμοσύνη busy disposition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπραγμοσύνης — φιλοπραγμοσύνη busy disposition fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπραγμοσύνας — φιλοπραγμοσύνᾱς , φιλοπραγμοσύνη busy disposition fem acc pl φιλοπραγμοσύνᾱς , φιλοπραγμοσύνη busy disposition fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμων — όπραγμον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος 2. (με αρνητική σημ.) αυτός που τού αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμον η φιλοπραγμοσύνη.… … Dictionary of Greek
φιλοπραγμονία — ἡ, Α [φιλοπράγμων, ονος] φιλοπραγμοσύνη … Dictionary of Greek
ԻՐԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0871 Chronological Sequence: 6c գ. φιλοπραγμοσύνη studium alienarum rerum. Սէր արտաքին իրաց եւ զբաղանաց. *իրասիրութիւնք եւ ագահութիւնք, մարդկան հաճիւք, եւ փութալ իշխանութեան հասանել. Փիլ. լին. ՟Դ. 47 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՔՆՆԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1008 Chronological Sequence: Unknown date գ. φιλοπραγμοσύνη curiositas. Սէր աւելորդ քննութեան. ընդվայրաքննութիւն. հետաքրքրութիւն. *Չարախօսաց մարդոցն քննասիրութիւն. Կոչ. ՟Ժ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)